πολύφωνος

πολύφωνος
-η, -ο / πολύφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους
νεοελλ.
μουσ. σχετικός με την πολυφωνία
αρχ.
1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος
2. αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες
3. (σχετικά με το κρασί) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα πολλά λόγια
4. (ως επίθ. τού Ομήρου αλλά και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει ποικιλία στην έκφραση
5. (το ουδ, ως επίθ.) τὸ πολύφωνον
προσωνυμία τού Πλάτωνος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύφωνα
με ποικίλη φωνή.
επίρρ...
πολύφωνα Ν, πολυφώνως ΜΑ
κατά τρόπο πολύφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. αγριό-φωνος, λεπτό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύφωνος — having many tones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφωνος — η, ο αυτός που βγάζει πολλές φωνές, ο ποικιλόφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυφωνότερον — πολύφωνος having many tones adverbial comp πολύφωνος having many tones masc acc comp sg πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνότατα — πολύφωνος having many tones adverbial superl πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνότατον — πολύφωνος having many tones masc acc superl sg πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφώνως — πολύφωνος having many tones adverbial πολύφωνος having many tones masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφωνον — πολύφωνος having many tones masc/fem acc sg πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνότατοι — πολύφωνος having many tones masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνότατος — πολύφωνος having many tones masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνότερος — πολύφωνος having many tones masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”